- γκερντάνι
- το1. βλ. γιορντάνι2. προγούλι.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. gerdan «λαιμός, περιδέραιο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γιορντάνι — και γιουρντάνι και γκερντάνι, το περιδέραιο και ειδικότερα αυτό που αποτελείται από χρυσά ή ασημένια νομίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. gerdan ή gerden «το μπροστινό μέρος του λαιμού»] … Dictionary of Greek